- σώφρονας
- ο / σώφρων, ὁ, ἡ, ΝΜΑ, θηλ. σώφρων Ν, και σαόφρων Α1. (για πρόσ.) συνετός, μυαλωμένος (α. «μετριοπαθής και σώφρωνας πολιτικός» β. «ὅστις σώφρον' ἔθηκε τὸν ἄφρονα», Θέογν.γ. «οὐκ ἄν με σαόφρονα μυθήσαιο ἔμμεναι», Ομ. Ιλ.)2. (για λόγους, διαθέσεις ή ενέργειες και πράξεις) φρόνιμος, συνετός (α. «τα σώφρονα διδάγματά του» β. «φείσασθαι καὶ ἐπικλασθῆναι οἴκτω σώφρονι», Θουκ.)μσν.-αρχ.1. εγκρατής (α. «δεῑ τὸν ἐπίσκοπον ἀνεπίληπτον εἶναι... νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον», ΚΔβ. «σώφρων ὁ μετρίας ἐπιθυμίας ἔχων», Πλάτ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σῶφρονα) σωφροσύνη, φρονιμάδαβ) εγκράτεια, κοσμιότητα.επίρρ...σωφρόνως ΝΜΑ1. με σύνεση, με φρόνηση2. με εγκράτεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶς / σάος (βλ. λ. σώος) + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλόφρων].
Dictionary of Greek. 2013.